- τόρνῳ
- τόρνοςcarpenter's tool for drawing a circlemasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τορνώ — όω, Α [τόρνος] 1. διαγράφω κύκλο με τόρνο, με διαβήτη 2. (το μέσ.) τορνοῡμαι, όομαι καθιστώ κυκλικό κάτι, στρογγυλεύω με τόρνο 3. (κατά τον Ησύχ.) «κυκλῶ» … Dictionary of Greek
τόρνωι — τόρνῳ , τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PONTUS Euxinus — vide Axenus. Mare Cimmerium vocat Orosius, Caucaseum Apollonius, l. 4. Mare Ponticum nominant Horat. l. 3. Carm Od. 24. v. 4. et Plut. in Pompeio et Eumenide; Ptol, mare Boreale, et l. 4. ἀξιοθέατον, i. e. maxime spectatu dignum vocat. Pontum… … Hofmann J. Lexicon universale
αποτορνεύω — ἀποτορνεύω κ. τορνῶ, όω κ. τορεύω (Α) 1. καθιστώ κάτι στρογγυλό, όπως με τον τόρνο, στρογγυλεύω 2. (για λόγο) επεξεργάζομαι με επιμέλεια … Dictionary of Greek
κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek
συμπεριτορνούμαι — όομαι, Α γίνομαι στρογγυλός με τόρνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περί + τορνῶ (< τόρνος)] … Dictionary of Greek
τορνωτός — ή, όν, Α [τορνῶ, οῡμαι] τορνευτός, στρογγυλεμένος με τόρνο … Dictionary of Greek